πολυγλωσσία

πολυγλωσσία
η, Ν
1. ύπαρξη και χρήση πολλών γλωσσών
2. η γνώση πολλών γλωσσών
3. το να μιλά και να γράφει κανείς πολλές γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύγλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυγλωσσία — η 1. το να μιλιούνται σ έναν τόπο πολλές γλώσσες ή διάλεκτοι. 2. το να ξέρει κανείς πολλές γλώσσες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… …   Dictionary of Greek

  • πολυφωνία — Συνήχηση και συνδυασμός σε μια ηχητική ενότητα δύο ή περισσότερων μελωδικών γραμμών (φωνών ή μερών), που διατηρούν τουλάχιστο τη μελωδική, συχνά και τη ρυθμική τους ανεξαρτησία, και διέπονται από τους κανόνες της αντίστιξης, όπως αυτοί… …   Dictionary of Greek

  • Φοριέλ, Κλοντ — (Fauriel, Σεντ Ετιέν 1772 – Παρίσι 1844). Γάλλος συγκριτικός φιλόλογος και κριτικός. Ήταν φίλος της Μαντάμ ντε Σταλ, που τον έφερε σε επαφή με τους Γερμανούς λόγιους και φιλόσοφους, όπως οι αδελφοί Σλέγκελ. Ο Σατοβριάνδος εκτιμούσε το πνεύμα του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”